ενενήκοντα

ενενήκοντα
και ενενήντα οι, αι, τα (AM ἐνενήκοντα)
(άκλ. αριθμτ.) ποσότητα εννέα δεκάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αριθμητικό επίθετο ενενήκοντα < *εναν-ήκοντα, με αφομοίωση τού -α- από το ε- και αναλογική επίδραση τών τύπων σε -ήκοντα (πρβλ. εβδομ-ήκοντα, πεντ-ήκοντα) < *ενFαν-άκοντα, με προθηματικό φωνήεν ε-, που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *newn «εννέα». Στο β' συνθετικό -η-κοντα το μεν -η- είναι συνδετικό φωνήεν, ενώ η κατάληξη -κοντa (πρβλ. λατ. -ginta) είναι ο πληθυντικός αριθμός τού ουδετέρου τής καταλήξεως -κάτι που εμφανίζεται στη λέξη είκοσι* (< Fίκατι). Ο τ. ενήκοντα (Δήλος, Φωκίδα) < ενενήκοντα, με απλολογία, ενώ ο ομηρικός τ. εννήκοντα αποτελεί νεώτερο σχηματισμό αναλογικά προς τα εννέα, εννήμαρ. Το νεοελληνικό αριθμητικό ενενήντα προήλθε με απλολογία από το αρχ. ενενήκοντα (πρβλ. εξήντα < εξήκοντα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐνενήκοντα — ninety indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνενήκονθ' — ἐνενήκοντα , ἐνενήκοντα ninety indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνενήκοντ' — ἐνενήκοντα , ἐνενήκοντα ninety indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννενήκοντα — ἐνενήκοντα ninety epic (indeclform numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • девяносто — др. русск. девяносто (с 1398 г., см. Ягич, ниже), укр. дев яносто. У всех прочих славян имеется продолжение праслав. *devętь desętъ: ст. слав. девѩтьдесѩтъ, болг. деветдесет, сербохорв. деведѐсе̑т, словен. devȇtdeset, чеш. devadesat, польск.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Griechische Zahlwörter — Griechische Zahlwörter, die zumeist über das Lateinische aus dem Altgriechischen vermittelt wurden, sind wie Präpositionen Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter. Zur Zahlenschreibung der antiken Griechen siehe… …   Deutsch Wikipedia

  • Sampi — This article is about the letter. For other uses, see Sampi (disambiguation). Greek alphabet Αα …   Wikipedia

  • Числительное в праиндоевропейском языке — …   Википедия

  • ενενήντα — βλ. ενενήκοντα …   Dictionary of Greek

  • εννήκοντα — ἐννήκοντα (Α) επικ. τ. τού ενενήκοντά* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”